- χαρτονόμισμα
- το, -ατοςχάρτινο νόμισμα, τραπεζογραμμάτιο που κυκλοφορεί αντί για νόμισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτονόμισμα — Oνομάζεται το εκδιδόμενο είτε απευθείας από το κράτος, είτε σε τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την εκδοτική τράπεζα στα οποία ο νόμος προσδίδει την ιδιότητα του νόμιμου νομίσματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων … Dictionary of Greek
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
Μουσείο Χαρτονομισμάτων Ιονικής Τράπεζας (Κερκύρας) — Το μοναδικό στην Ελλάδα, και ένα από τα ελάχιστα του είδους του στον κόσμο, Μουσείο Χαρτονομισμάτων λειτουργεί από το 1981 στο ανακαινισμένο παραδοσιακό κτίριο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Χρόνη, όπου το 1845 λειτούργησαν για πρώτη φορά τα γραφεία της… … Dictionary of Greek
σιχνάτσα — και συχνάτσα, η, Ν 1. χαρτονόμισμα που έχει χάσει την αξία του 2. μτφ. (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότερο τ. ασσιγνάτσια < γαλλ. assignat «χαρτονόμισμα»] … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… … Dictionary of Greek
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
εικοσ(ι)πεντάρι — το 1. παλιό χαρτονόμισμα αξίας εικοσιπέντε δραχμών 2. σύνολο εικοσιπέντε μονάδων … Dictionary of Greek